- ζάρια
- dice
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ζαριά — η ρίξιμο των ζαριών: Έφερε καλή ζαριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαριά — η [ζάρι] (σε παιχνίδι) ρίξιμο ζαριών … Dictionary of Greek
Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
ευκυβώ — εὐκυβῶ, έω (Α) επιτυγχάνω στους κύβους, στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυβώ «παίζω ζάρια» (< κύβος «ζάρι»)] … Dictionary of Greek
κατακυβεύω — (AM) μσν. παθ. κατακυβεύομαι ηττώμαι αρχ. σπαταλώ στα ζάρια («κατακυβεύσας τὰ ὄντα», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβεύω «ρίχνω τα ζάρια»] … Dictionary of Greek
καταπεττεύομαι — (Μ) καταστρέφομαι σπαταλώντας την περιουσία μου στους πεσσούς, στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεττεύομαι, αττ. τ. τού πεσσεύομαι «παίζω ζάρια» (< πεττός «ζάρι»)] … Dictionary of Greek
μπεγλερώ — άω [μπεγλέρι] 1. κουνώ τα ζάρια στη χούφτα προτού τά ρίξω 2. φρ. «μπεγλέρα τα» (ως σύσταση στον αντίπαλο παίκτη) κούνα τα ζάρια πιο ζωηρά … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
τάβλι — Ειδικό, χωρίς μεγάλο βάθος, ξύλινο κιβώτιο, που ανοίγει ως δίπτυχο. Πρόκειται για τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με τη μετακίνηση στις δύο εσωτερικές επιφάνειές του δύο ζαριών, με ορισμένους κανόνες και με βάση τους αριθμούς που δίνουν τα ζάρια,… … Dictionary of Greek